Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



άνάλγητος, -η, -ο


Ερμηνεία:

[αυτός που δεν αλγεί, δεν αισθάνεται πόνο, αυτός που δεν συμπάσχει, ο ψυχρός, ο άκαρδος, ο ασυγκίνητος, ο άπονος (βλ. κόσμος)] 



Ετυμολογία:

[α- (στερ.) + (Όμηρ.) αλγώ (πονάω σωματικά ή ψυχικά, λυπούμαι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: